αντρομίδα

αντρομίδα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αντρομίδα" в других словарях:

  • αντρομίδα — η χοντρό μάλλινο κλινοσκέπασμα με ωραία σχέδια και ζωηρά χρώματα: Για να σκεπαστεί του δωσαν μιαν άβαλτη αντρομίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντρομίδα — η πολύχρωμο μάλλινο στρωσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ενδρομίς ( ίδος) «ένδυμα λουτρού, είδος παπουτσιού»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»